πρωτόκλητος

πρωτόκλητος
-η, -ο / πρωτόκλητος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που κλήθηκε πρώτος, πρωτοκάλεστος
2. (κυρίως) προσωνυμία τού αποστόλου Ανδρέα επειδή πρώτος αυτός ακολούθησε τον Ιησού
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόκλητοι
(στο Βυζ.) ναύτες που υπηρετούσαν στα πλοία τής πρώτης γραμμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + κλητός (< καλῶ), πρβλ. αυτό-κλητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτόκλητος — η, ο αυτός που καλέστηκε πρώτος, ο πρωτοκάλεστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ανδρέας (άγιος) — Αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και ένας από τους 12 Αποστόλους. Καταγόταν από τη Βηθεσδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1,44) και ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου, πριν γίνει μαθητής του Χριστού (Ιω. 1,40 εξ.). Ονομάζεται Πρωτόκλητος,γιατί ήταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • Андрей святой — апостол Иисуса Христа, был брат Петра и занимался вместе с ним в Капернауме, на Галилейском озере, ловлею рыбы, когда Иисус призвал его следовать за собою (Матф. VI, 18 и след.). По повествованию еванг. Иоанна (Иоан. I, 41), он был одним из… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Chrysostomos Papasarantopoulos — Rev. Archimandrite Chrysostomos Papasarantopoulos (Greek: Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος , 1903–1972) was a pioneering missionary of the Orthodox faith in Uganda, Kenya, Tanzania, and Congo. Contents 1 Greece 1903 1960 1.1 Childhood Years 1.2… …   Wikipedia

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκάλεστος — η, ο, Ν αυτός που κλήθηκε πρώτος ή μεταξύ τών πρώτων, ο πρωτόκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + καλώ] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκλήσια — τὰ, Α [πρωτόκλητος] τα ανακλητήρια, γιορτή που γινόταν κατά τη στέψη βασιλιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”